- πλινθοφόρος
- -ον, Α1. αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ Αἰγύπτιος πλινθοφόρος... παρῆν», Αριστοτ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθοφόροςτεχνίτης που κουβαλά πλίνθους3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πλινθοφόροςονομασία νομίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μαχαιρο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.